ζώγρημα

ζώγρημα
ζώγρημα, τό (AM) [ζωγρώ]
1. θήραμα, ζώο που πιάστηκε ζωντανό
2. μτφ. λεία, θύμα («ζώγρημα τοῡ διαβόλου»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”